Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011

1826

ΣΕ ΕΧΩ ΞΕΧΑΣΕΙ ΜΑ ΣΕ ΘΥΜΑΜΑΙ ΟΛΗ.

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Λωτός




Τι να σου γράψω απόψε...
Αφού δε ξέρεις ότι είσαι εσύ αυτός και εγώ,
δεν έμαθα ποτέ πως γυρνάει το κλειδί για ν' ανοίξει
η πόρτα αυτού του κήπου.
Είναι που μοιάζει με εκείνη τη χώρα των αειθαλών λωτών.
Παντού μια γλύκα από 'σένα. Ένα δάσος από -όχι- .
Έτοιμη να θυσιαστώ στην εντροπία της θύμησης, πλέκω
κάθε νύχτα τα μαλλιά μου στα κλαδιά αυτού του δάσους.
Να δοκιμάσω να ξε-χάσω. Να χάσω όταν ξεχαστώ.
Θέλω να δώσω το όνομα σου
στο στρόβιλο που θα ξεριζώσει όλα τα -όχι-.
Γιατί εσύ είσαι αυτός που θα χάσεις όταν δε ξε-χάσεις. Ο λωτός.

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

ΤΙΜΉΣ ΈΝΕΚΕΝ


Εδώ και μερικές ημέρες, μου συμβαίνει κάτι αξιοπερίεργο. Ξυπνάω το πρωί ανάμεσα σε πρόσωπα οικεία που όμως δεν είσαι εσύ. Αυτό δεν θα έπρεπε να συμβαίνει, θα έπρεπε να ξυπνάω πάνω σε κάτι τραχύ, κάτι σαν άχυρο ή χώμα ή κουρελού, νιώθοντας όλη τη βρωμιά του επάνω μου, έχοντας γυμνό διπλά μου εσένα και να σκιζόμαστε σαν τα άλογα μέχρι να σηκωθεί σκόνη. Κι έπειτα ξανά και ξανά, παρατηρώντας έξω μια εξοχή που την ξέρω, υπάρχει, την έχω κιόλας επισκεφθεί από το παράθυρο, πολλές φορές στη ζωή μου, σε διαφορετικές ηλικίες, από διαφορετική κατεύθυνση και με διαφορετικές ταχύτητες. Θα 'θελα να επέμβω στα καιρικά φαινόμενα, να κάνω όλον τον ρομαντισμό μου σύννεφο και να μην τον ξαναγγίξω, φθάνει που θα τον αφήσω να σε βρέχει ενώ ασχολούμαι με τη σάρκα σου. Μισώ τον ρομαντισμό. Γεννά ανάγκες που δεν πραγματοποιούνται, ενώ μας χρειάζονται μόνο ιδέες που δεν πραγματοποιούνται, για να τις τοποθετούμε σαιζλόνγκ στην εξοχή μας. Μας χρειάζονται μόνο υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται, για να λιαζόμαστε από κάτω τους όταν μας φυσάει ο χρόνος. Μας χρειάζονται μόνο αναθέματα που δεν πραγματοποιούνται, για να νομίζουμε πότε – πότε ότι κοιτάμε την πεδιάδα από την κορυφή του λόφου. Μας χρειάζονται μόνο προφητείες που δεν πραγματοποιούνται για να κοιτάμε την κορυφή του λόφου από την πεδιάδα δίχως να σηκώνουμε μια πιθαμή το βλέμμα μας. Περιφρονώ το σύνδρομο της καταβρόχθισης όσο το λύκο που χώνεται στο κοπάδι. Προτιμώ να κολυμπώ μέσα στη ρευστή γλυκιά μάζα της κρέμας, παριστάνοντας ότι προσπαθώ να μην πνιγώ. Μα ξέρουμε όλοι από καιρό ότι είναι το οξυγόνο που μας πνίγει, η έλλειψή του δεν είναι παρά η πάχνη του αγώνα, το δέρμα του φιδιού που αλλάζει, ο ηλεκτροκίνητος αγωγός της θλίψης που μας ενώνει στους χωματόδρομους, ο μακρύς λαιμός που μας επιτρέπει να κοιτάμε πίσω από το λόφο, το όνειρο που δεν είδαμε κι ο βαθύς ύπνος που αποζητάμε για να το γραπώσουμε. Η ομορφιά της ομίχλης που κρύβει την ομορφιά της θέασης. Η οσμή της άπνοιας που υπονοεί την οσμή. Ο καιρός που δεν περνά παρά μόνο τελειώνει. Δεν θέλω πια να σε φάω. Θέλω να γίνω μαζί σου τροφή στην πείνα αυτού του τέρατος που δεν το γνωρίζουμε κι όμως μας προστατεύει. Μόνο έτσι θα είναι καθώς της πρέπει παράλογη η σκηνή, όταν θα μπαίνω στην εξοχή μου από το παράθυρο κι εσύ θα μου γρατζουνάς απ' έξω το τζάμι.

Όλη η ευτυχία που σωρεύουμε στη ζωή μας χωρά σε μια γρατζουνιά στο τζάμι.