Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2007

Θέλω Μόνο Να Με Διαβάζεις #1


(16-10-2006)

Το ευχαριστήθηκα το σημερινό ταξίδι.
Κράτησε μόνο δύο ώρες, μέσα σε ένα high speed άδειο.
Βρήκα μια θέση γρήγορα και βιαστικά λες και κάποιος άλλος θα την προλάβαινε αλλά προφανώς αντέδρασα έτσι από την ανέλπιστη χαρά μου ότι ήταν όλες δικές μου.
Έκατσα δίπλα από ένα παράθυρο το οποίο ταξιδεύοντας θα ήταν φάτσα στο φως.
Η ώρα 7:25 και ο Ραφηνιώτικος ήλιος έτοιμος να ανατείλει.
Χρώματα καινούριας ημέρας χυμένα παντού.
Η ατμόσφαιρα αισθητά ψυχραμένη από τον αποχωρισμό της νύχτας, έκανε τα ρουθούνια μου να μυρίζουν μια μικρή αρχή από χειμώνα.
Το ταξίδι ξεκίνησε.. Κούρνιασα στο ριγμένο μου κάθισμα χωρίς να ανησυχώ ότι ο σπαστικός από πίσω θα δυσανασχετήσει, μιας και δεν ήταν κανένας εκεί για να παίξει το ρόλο του.
Ξαφνικά οι νόμοι τις φυσικής με έκαναν να αντιληφθώ ότι το καράβι επιτάχυνε.
Πλησιάζουμε την ώρα της στροφής σκέφτηκα και τα νυσταγμένα μου μάτια άνοιξαν με προσπάθεια προσμένοντας να δουν επιτέλους τον ήλιο να καλωσορίζεται από τα συννεφένια μπουμπούκια πάνω στις Ευβοιωτικές κορυφογραμμές.
…Πόσο ίδιο μα και συνάμα διαφορετικό το φως της ανατολής από αυτό της δύσης…
Περίμενα αρκετά μέχρι να με φτάσουν οι πρώτες ηλιαχτίδες του βασιλιά των αστεριών και να μου ζεστάνουν το πρόσωπο.
Τις ένιωσα στις κόρες των ματιών μου.
Διαπεραστικά ευγενικές και γενναιόδωρες έθρεψαν με μιας το ξενυχτισμένο μου σώμα.
Αποκοιμήθηκα ήρεμα σα μικρό παιδί, νιώθοντας πια τον θριαμβευτή ήλιο να μου καίει γλυκά τα τσίνορα.
Η ώρα 9:30…
Ένα χέρι παρέα με μια φράση με έκαναν να ανασάνω αγχωμένα καθώς εντός ενός δευτερολέπτου θα αντίκριζα μια φυσιογνωμία παντελώς άγνωστη.
-Δεσποινίς σε ποιο λιμάνι κατεβαίνετε ;
-Μύκονο.
-Απλά να σας πω ότι είμαστε Τήνο.
-Ευχαριστώ
Αν και θα έπρεπε , δεν έκανα τον κόπο να αναζητήσω στον ορίζοντα τη Παναγία.
Ξελογιασμένη από το γλυκό ύπνο γύρισα στη βολή μου.
Θαρρώ όμως πως συγχωρέθηκα μιας και τη μοναδική ευχή που είχα να κάνω για αυτή τη καινούρια αρχή, τη θυσίασα στο να βρεθεί η Σβου.
Αυτό το γατί όσο πάει και μου μοιάζει.
Διαισθάνθηκε ένα ακόμα ταλαιπωρημένο ταξίδι και το έσκασε από το σπίτι για να το αποφύγει.
Είμαι σίγουρη πως θα γυρίσει αλλά ελπίζω μόνη της και όχι με μιλιούνια όμοιους της μέσα της.
Το επόμενο σήμα στα μεγάφωνα του πλοίου δεν άργησε να ‘ρθει.
Δεκαπέντε λεπτά βλέπεις Τήνος – Μύκονος με το γρήγορο…
Ούτε τσιπούρα με βατραχοπέδιλα δε θα το έκανε τόσο…
Σηκώθηκα από τη θέση μου νωχελικά και σχεδόν παραπατώντας.
Η πρώτη σκέψη μου ήταν η αποσκευή μου.
Παράδοξο μα αυτή τη φορά ήταν πιο βαριά και από την απόφαση που είχα πάρει.
Η ώρα 10:00 ακριβώς.
Στέκομαι μπροστά από τη μπουκαπόρτα η οποία ανοίγει με τη καθυστέρηση κακοπληρωμένου εργάτη.
Βιάζομαι να βγω έξω.
Η ώρα 10:05.
Να ‘μαι, στο απαλλαγμένο από τουρίστες λιμάνι της Χώρας.
Η συνοφρυωμένη έκφραση του : «δε με περιμένει κανείς» , νικήθηκε εύκολα από ένα χαμόγελο το οποίο προκάλεσε ίσως η πιο αισιόδοξη σκέψη που έχω κάνει εδώ και χρόνια…
«…όλα σε αυτό το νησί περιμένουν εσένα…και πρώτα από όλα η ζωή σου…»

ΕΝΕΚΑ...


Μια Αρχή.

Μια γλυκιά φωτιά τα σωθικά μου.
Η χαρά για ετούτη την Αρχή.